βωμολοχία

βωμολοχία
η (Α βωμολοχία) [βωμόλόχος]
1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία
2. χυδαία βρισιά
αρχ.
το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βωμολοχία — βωμολοχίᾱ , βωμολοχία mendicancy fem nom/voc/acc dual βωμολοχίᾱ , βωμολοχία mendicancy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμολοχίᾳ — βωμολοχίαι , βωμολοχία mendicancy fem nom/voc pl βωμολοχίᾱͅ , βωμολοχία mendicancy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμολοχία — η αισχρολογία, χυδαία βρισιά, βλαστήμια: Στους δημόσιους χώρους απαγορεύονται οι βωμολοχίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βωμολοχίας — βωμολοχίᾱς , βωμολοχία mendicancy fem acc pl βωμολοχίᾱς , βωμολοχία mendicancy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμολοχίαι — βωμολοχία mendicancy fem nom/voc pl βωμολοχίᾱͅ , βωμολοχία mendicancy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμολοχίαν — βωμολοχίᾱν , βωμολοχία mendicancy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμολοχίαις — βωμολοχία mendicancy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • αισχρολογία — η (Α αἰσχρολογία) [αἰσχρολόγος] το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία αρχ. 1. αισχρός, άσχημος λόγος 2. βρισιά, λοιδορία …   Dictionary of Greek

  • βωμολοχικός — βωμολοχικός, ή, όν (Α) [βωμολόχος] αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”